τζίνσενγκ

τζίνσενγκ
το, Ν
άκλ. βοτ. κοινή ονομασία τών ειδών Panax ginseng και Panax quinquefolium, δύο ποωδών φυτών τού γένους πάναξ τής οικογένειας αραλιίδες, καθώς και τών ριζών τους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. ginseng < κινεζ. jen2-shen1].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • Κορέα, Νότια — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Κορέας Έκταση: 98.480 τ. χλμ. Πληθυσμός: 48.324.000 (2002) Πρωτεύουσα: Σεούλ (9.853.972 κάτ. το 2000)Κράτος της ανατολικής Ασίας, το οποίο καταλαμβάνει το νότιο τμήμα της Κορεατικής χερσονήσου. Συνορεύει με τη… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”