- τζίνσενγκ
- το, Νάκλ. βοτ. κοινή ονομασία τών ειδών Panax ginseng και Panax quinquefolium, δύο ποωδών φυτών τού γένους πάναξ τής οικογένειας αραλιίδες, καθώς και τών ριζών τους.[ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. ginseng < κινεζ. jen2-shen1].
Dictionary of Greek. 2013.